- γενεθλιακός
- γενεθλιακόςbelonging to a birthdaymasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γενεθλιακός — γενεθλιακός, ή, όν (AM) [γενέθλη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γέννηση («γενεθλιακαὶ ὦραι») 2. φρ. «γενεθλιακή πανήγυρις» τα Χριστούγεννα … Dictionary of Greek
γενεθλιακός — ή, ό ο σχετικός με τα γενέθλια: Διοργάνωσε μια γενεθλιακή γιορτή για την κόρη της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γενεθλιακά — γενεθλιακός belonging to a birthday neut nom/voc/acc pl γενεθλιακά̱ , γενεθλιακός belonging to a birthday fem nom/voc/acc dual γενεθλιακά̱ , γενεθλιακός belonging to a birthday fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεθλιακῶν — γενεθλιακός belonging to a birthday fem gen pl γενεθλιακός belonging to a birthday masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεθλιακόν — γενεθλιακός belonging to a birthday masc acc sg γενεθλιακός belonging to a birthday neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεθλιακαῖς — γενεθλιακός belonging to a birthday fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεθλιακαῖσιν — γενεθλιακός belonging to a birthday fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεθλιακοῖς — γενεθλιακός belonging to a birthday masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεθλιακοῦ — γενεθλιακός belonging to a birthday masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενεθλιακούς — γενεθλιακός belonging to a birthday masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)